προωστήρας
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- προωστήρας < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα προωστήρ < αρχαία ελληνική πρόωσ(ις) + -τήρ > -τήρας < αρχαία ελληνική προωθέω / προωθῶ < προ- ὠθέω / ὠθῶ (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική propulseur) [1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /pɾo.oˈsti.ɾas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : προ‐ω‐στή‐ρας
Ουσιαστικό επεξεργασία
προωστήρας αρσενικό
- (τεχνολογία) όργανο ή συσκευή που συμβάλλει στην πρόωση, στην κίνηση δηλαδή ενός οχήματος (κυρίως αεροπλάνου ή πλοίου) προς τα εμπρός
Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
→ και δείτε τις λέξεις προωθώ, προ και ωθώ
Δείτε επίσης επεξεργασία
- propeller στην αγγλική Βικιπαίδεια & maneuvering thruster
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ προωστήρας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας