Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
προωθητικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
προωθητικ
ός
η
προωθητικ
ή
το
προωθητικ
ό
γενική
του
προωθητικ
ού
της
προωθητικ
ής
του
προωθητικ
ού
αιτιατική
τον
προωθητικ
ό
την
προωθητικ
ή
το
προωθητικ
ό
κλητική
προωθητικ
έ
προωθητικ
ή
προωθητικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
προωθητικ
οί
οι
προωθητικ
ές
τα
προωθητικ
ά
γενική
των
προωθητικ
ών
των
προωθητικ
ών
των
προωθητικ
ών
αιτιατική
τους
προωθητικ
ούς
τις
προωθητικ
ές
τα
προωθητικ
ά
κλητική
προωθητικ
οί
προωθητικ
ές
προωθητικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
προωθητικός
<
προωθώ
Επίθετο
επεξεργασία
προωθητικός, -ή, -ό
σχετικός με την
προώθηση
που συμβάλλει στην
προώθηση
προωθητικός
πύραυλος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
προωθητικός