Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

προχειρίζω < αρχαία ελληνική προχειρίζω < πρό + χείρ

  Ρήμα επεξεργασία

προχειρίζω (παθητική φωνή: προχειρίζομαι)

  1. (θρησκεία) χειροτονώ
  2. (μεταφορικά) έχοντας εξουσίααρμοδιότητα ανεβάζω κάποιον στην ιεραρχική κλίμακα, δίνω προαγωγή, προβιβάζω, προάγω

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία