Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

προβιβάζω < αρχαία ελληνική προβιβάζω < πρό + βιβάζω < βαίνω ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική promouvoir)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /pɾo.viˈva.zo/

  Ρήμα επεξεργασία

προβιβάζω (παθητική φωνή: προβιβάζομαι)

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία