Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
προφυλακισμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
προφυλακισμέν
ος
η
προφυλακισμέν
η
το
προφυλακισμέν
ο
γενική
του
προφυλακισμέν
ου
της
προφυλακισμέν
ης
του
προφυλακισμέν
ου
αιτιατική
τον
προφυλακισμέν
ο
την
προφυλακισμέν
η
το
προφυλακισμέν
ο
κλητική
προφυλακισμέν
ε
προφυλακισμέν
η
προφυλακισμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
προφυλακισμέν
οι
οι
προφυλακισμέν
ες
τα
προφυλακισμέν
α
γενική
των
προφυλακισμέν
ων
των
προφυλακισμέν
ων
των
προφυλακισμέν
ων
αιτιατική
τους
προφυλακισμέν
ους
τις
προφυλακισμέν
ες
τα
προφυλακισμέν
α
κλητική
προφυλακισμέν
οι
προφυλακισμέν
ες
προφυλακισμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
προφυλακισμένος, -η, -ο
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
του ρήματος
προφυλακίζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
προφυλακισμένος