προφταίνω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- προφταίνω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική προφθ(άνω) (προ- + φθάνω) + -αίνω με ανομοίωση της άρθρωσης [fθ] > [ft][1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /pɾoˈfte.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πορ‐φταί‐νω
Ρήμα επεξεργασία
προφταίνω, αόρ.: πρόφτασα (χωρίς παθητική φωνή)
- συνώνυμο του προλαβαίνω
Άλλες μορφές επεξεργασία
Κλίση επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
- ↑ προφταίνω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας