προφητάναξ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- προφητάναξ < μεσαιωνική ελληνική προφητάναξ[1] [2] [3] < αρχαία ελληνική προφήτης + ἄναξ
Ουσιαστικό επεξεργασία
προφητάναξ αρσενικό
- (λόγιο, θρησκεία) άλλη μορφή του προφητάνακτας
Μεταφράσεις επεξεργασία
προφητάναξ
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ προφητάναξ - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
- ↑ προφητάνακτας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ προφητάναξ - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)