προφάρμακο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | προφάρμακο | τα | προφάρμακα |
γενική | του | προφάρμακου & προφαρμάκου |
των | προφάρμακων & προφαρμάκων |
αιτιατική | το | προφάρμακο | τα | προφάρμακα |
κλητική | προφάρμακο | προφάρμακα | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- προφάρμακο < απόδοση του αγγλικού όρου prodrug και pro drug
Ουσιαστικό επεξεργασία
προφάρμακο ουδέτερο
- ουσία που μετατρέπεται σε άλλη δραστική ουσία όταν και εφ΄όσον εισέλθει στον οργανισμό του ασθενούς, πρόδρομος ουσία