προτζέκτορας
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- προτζέκτορας < αγγλική projector < project < λατινική proiectum, ουδέτερο του proiectus, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος proicio < iacio
Ουσιαστικό επεξεργασία
προτζέκτορας αρσενικό
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη πρότζεκτ
Μεταφράσεις επεξεργασία
προτζέκτορας
|