Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

προτασιακή μεταβλητή < → δείτε τις λέξεις προτασιακός και μεταβλητή, (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική propositional variable

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

προτασιακή μεταβλητή

  • (λογική) σύμβολο που αναπαριστά λογική πρόταση σε λογικές πράξεις[1]
    Συμβολισμός: γράμματα του αλφαβήτου, πεζά   ή κεφαλαία   ή με δείκτες  , όπου  

Υπερώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Λογική: Θεωρία και Πρακτική - Βιβλίο Μαθητή, σελ. 41, Γ' ΤΑΞΗ ΕΝΙΑΙΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ. Πρόσβαση 2020-02-26