Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

προσχηματίζω < προ- + σχηματίζω[1]

  Ρήμα επεξεργασία

προσχηματίζω (παθητική φωνή: προσχηματίζομαι)

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία