προσφύγουμε
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
προσφύγουμε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος προσφεύγω
- θα προσφύγουμε: α' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος προσφεύγω
προσφύγουμε