Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

προσφεύγω < (ελληνιστική κοινήπροσφεύγω < πρός + αρχαία ελληνική φεύγω

  Ρήμα επεξεργασία

προσφεύγω

  1. ζητώ ή επικαλούμαι τη βοήθεια ή την παρέμβαση κάποιου (ατόμου, αρμόδιας αρχής κ.λπ)
  2. (νομικός όρος) κάνω προσφυγή

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία