προσκεφαλάδα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- προσκεφαλάδα < προσκεφάλι + άδα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπροσκεφαλάδα θηλυκό
- το μεγάλο μαξιλάρι που τοποθετείται παράλληλα με το προσκεφάλι, κατά όλο το πλάτος του κρεβατιού, αλλιώς μαξιλαρομάνα
- ※ Κόψτε κλαριά και στρώστε μου κλαριά προσκεφαλάδα. Σκάψτε και το κιβούρι μου ίσια για δυο νομάτους , Να στέκ'ορτός να πολεμώ , καθόντας να γεμίζω. (Τραγούδια Ρωμαίικα Popularia carmina Graeciae recentioris edidit Arnoldus Passow, CLXV, ΓΕΩΡΓΟΣ Τ.340, εκδ. B. G. Teubneri, Lipsiae, 1860, σελ. 125)
Μεταφράσεις
επεξεργασία προσκεφαλάδα
|