Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μαξιλαρομάνα οι μαξιλαρομάνες
      γενική της μαξιλαρομάνας
    αιτιατική τη μαξιλαρομάνα τις μαξιλαρομάνες
     κλητική μαξιλαρομάνα μαξιλαρομάνες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μαξιλαρομάνα < μαξιλλαρομάννα (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μαξιλαρομάνα αρσενικό

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Αντώνιος Ηπίτης, Λεξικόν Ελληνογαλλικόν και Γαλλοελληνικόν - Τόμος Β΄, Εκδ. Πελεκάνος, Τυπογραφ. Π.Α. Πετράκου, 1909 [1]

  Μεταφράσεις επεξεργασία