προσηλυτισμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- προσηλυτισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου προσηλυτίζω
Μετοχή
επεξεργασίαπροσηλυτισμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη προσηλυτίζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία προσηλυτισμένος
|
προσηλυτισμένος, -η, -ο
|