Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

προσεχώς < ελληνιστική κοινή προσεχῶς < αρχαία ελληνική προσεχής

  Επίρρημα επεξεργασία

προσεχώς

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

προσεχώς ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό, άκλιτο

  1. οι ταινίες που θα προβληθούν μελλοντικά σε κάποιον κινηματογράφο
  2. η αποσπασματική προβολή τμημάτων ταινίας που πρόκειται να προβληθεί
    προλαβαίνουμε, ακόμα δεν θα έχουν τελειώσει τα προσεχώς

  Μεταφράσεις επεξεργασία