Δείτε επίσης: προσέλκησις, προσέλκησης

  Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

προσελκύσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος προσελκύω
  2. θα προσελκύσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος προσελκύω

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

επεξεργασία

προσελκύσεις θηλυκό