προσέλκυση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | προσέλκυση | οι | προσελκύσεις |
γενική | της | προσέλκυσης* | των | προσελκύσεων |
αιτιατική | την | προσέλκυση | τις | προσελκύσεις |
κλητική | προσέλκυση | προσελκύσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, προσελκύσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /pɾoˈsel.ci.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : προ‐σέλ‐κυ‐ση
- παλιότερος συλλαβισμός : προσ‐έλ‐κυ‐ση
Ουσιαστικό επεξεργασία
προσέλκυση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του προσελκύω
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
προσέλκυση