Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο προσαυξημένος η προσαυξημένη το προσαυξημένο
      γενική του προσαυξημένου της προσαυξημένης του προσαυξημένου
    αιτιατική τον προσαυξημένο την προσαυξημένη το προσαυξημένο
     κλητική προσαυξημένε προσαυξημένη προσαυξημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι προσαυξημένοι οι προσαυξημένες τα προσαυξημένα
      γενική των προσαυξημένων των προσαυξημένων των προσαυξημένων
    αιτιατική τους προσαυξημένους τις προσαυξημένες τα προσαυξημένα
     κλητική προσαυξημένοι προσαυξημένες προσαυξημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

προσαυξημένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου προσαυξάνω

  Μετοχή επεξεργασία

προσαυξημένος, -η, -ο

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία