Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο προπαιδευμένος η προπαιδευμένη το προπαιδευμένο
      γενική του προπαιδευμένου της προπαιδευμένης του προπαιδευμένου
    αιτιατική τον προπαιδευμένο την προπαιδευμένη το προπαιδευμένο
     κλητική προπαιδευμένε προπαιδευμένη προπαιδευμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι προπαιδευμένοι οι προπαιδευμένες τα προπαιδευμένα
      γενική των προπαιδευμένων των προπαιδευμένων των προπαιδευμένων
    αιτιατική τους προπαιδευμένους τις προπαιδευμένες τα προπαιδευμένα
     κλητική προπαιδευμένοι προπαιδευμένες προπαιδευμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

προπαιδευμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου προπαιδεύω

  Μετοχή επεξεργασία

προπαιδευμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία