προπαιδευμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- προπαιδευμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου προπαιδεύω
Μετοχή επεξεργασία
προπαιδευμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη προπαιδεύω
Μεταφράσεις επεξεργασία
προπαιδευμένος
|
προπαιδευμένος, -η, -ο
|