Δείτε επίσης: πρωτοκατασκευάζω

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

προκατασκευάζω < αρχαία ελληνική προκατασκευάζω < πρό + κατασκευάζω ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική prefabricate[1])

  Ρήμα επεξεργασία

προκατασκευάζω (παθητική φωνή: προκατασκευάζομαι)

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία