Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
προκάρδιο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
προκάρδι
ο
τα
προκάρδι
α
γενική
του
προκαρδί
ου
&
προκάρδι
ου
των
προκαρδί
ων
αιτιατική
το
προκάρδι
ο
τα
προκάρδι
α
κλητική
προκάρδι
ο
προκάρδι
α
Κατηγορία
όπως «
πρόσωπο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
προκάρδιο
< (
ελληνιστική κοινή
)
προκάρδιον
<
πρό
+
καρδία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
προκάρδιο
ουδέτερο
(
ανατομία
) το μέρος του
θώρακα
μπροστά από την
καρδιά
Συγγενικά
επεξεργασία
προκάρδιος
→
δείτε
τη λέξη
καρδιά
Μεταφράσεις
επεξεργασία
προκάρδιο
αγγλικά
:
precordium
(en)
ιταλικά
:
precordio
(it)