Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η προεπιλογή οι προεπιλογές
      γενική της προεπιλογής των προεπιλογών
    αιτιατική την προεπιλογή τις προεπιλογές
     κλητική προεπιλογή προεπιλογές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

προεπιλογή < προ- + επιλογή (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική présélection[1] ή μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική preselection[1])

  Ουσιαστικό επεξεργασία

προεπιλογή θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. 1,0 1,1 προεπιλογήΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)