προεξοφλητός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
προεξοφλητός, -ή, -ό
- που μπορεί ή αξίζει να προεξοφληθεί
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
προεξοφλητός
|
προεξοφλητός, -ή, -ό
|