προγεστερόνη
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- προγεστερόνη < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική progestérone[1]
Ουσιαστικό επεξεργασία
προγεστερόνη θηλυκό
- (βιοχημεία) ορμόνη του γυναικείου γεννητικού συστήματος που παίζει σημαντικό ρόλο στην ωορρηξία, στη γονιμότητα, στην εμμηνόπαυση και την εγκυμοσύνη
- ※ Η χορήγηση προγεστερόνης σε γυναίκες που παρουσιάζουν αιμορραγία στην αρχή της εγκυμοσύνης και έχουν ιστορικό αποβολών, θα μπορούσε να αποτρέψει πολλές χιλιάδες αποβολές κάθε χρόνο.
- Η προγεστερόνη θα μπορούσε να αποτρέψει χιλιάδες αποβολές ετησίως, 24-02-2020, @capital.gr, συντάκτης: Ιάκωβος Σούσης, ημερομηνία ανάκτησης: 31-03-2024.
- ※ Η χορήγηση προγεστερόνης σε γυναίκες που παρουσιάζουν αιμορραγία στην αρχή της εγκυμοσύνης και έχουν ιστορικό αποβολών, θα μπορούσε να αποτρέψει πολλές χιλιάδες αποβολές κάθε χρόνο.
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
προγεστερόνη
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ προγεστερόνη - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές επεξεργασία
- προγεστερόνη - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- προγεστερόνη - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)