Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η προγεστερόνη οι προγεστερόνες
      γενική της προγεστερόνης των προγεστερονών
    αιτιατική την προγεστερόνη τις προγεστερόνες
     κλητική προγεστερόνη προγεστερόνες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

προγεστερόνη < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική progestérone[1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

προγεστερόνη θηλυκό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. προγεστερόνη - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 

  Πηγές επεξεργασία