Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η προβοσκίδα οι προβοσκίδες
      γενική της προβοσκίδας των προβοσκίδων
    αιτιατική την προβοσκίδα τις προβοσκίδες
     κλητική προβοσκίδα προβοσκίδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

προβοσκίδα < αρχαία ελληνική προβοσκίς

  Ουσιαστικό επεξεργασία

προβοσκίδα θηλυκό

  1. σαρκώδης επιμήκυνση της μύτης ή και του επάνω χείλους μερικών ζώων π.χ. ελέφαντα
  2. (μεταφορικά) ύφος που δείχνει ενόχληση, απαρέσκεια
    τι του κάνατε του Παναγιώτη και έχει κατεβάσει μια προβοσκίδα μέχρι το πάτωμα;

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία