προβαλλόμενος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- προβαλλόμενος < μετοχή παθητικού ενεστώτα προβάλλομαι
Μετοχή επεξεργασία
προβαλλόμενος, -η, -ο
- αυτός που προβάλλεται τώρα, που προτάσσεται
- Η προβαλλόμενη διαφήμιση προσβάλλει τη νοημοσύνη μας
- Η προβαλλόμενη δικαιολογία είναι απόλυτα αστήρικτη
Μεταφράσεις επεξεργασία
προβαλλόμενος
|