Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο προέλεγχος οι προέλεγχοι
      γενική του προελέγχου
προέλεγχου
των προελέγχων
    αιτιατική τον προέλεγχο τους προελέγχους
     κλητική προέλεγχε προέλεγχοι
Κατηγορία όπως «όροφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

προέλεγχος < μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική pre-check

  Ουσιαστικό επεξεργασία

προέλεγχος αρσενικό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία