Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η προέκταση οι προεκτάσεις
      γενική της προέκτασης* των προεκτάσεων
    αιτιατική την προέκταση τις προεκτάσεις
     κλητική προέκταση προεκτάσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, προεκτάσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

προέκταση < προεκτείνω + -ση (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική prolongement)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

προέκταση θηλυκό

  1. η επέκταση
  2. η επιμήκυνση
  3. (μεταφορικά) οι συνέπειες που προκύπτουν σε γειτονικούς ή ευρύτερους χώρους

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία