πριονόμυλος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πριονόμυλος αρσενικό
- πριονιστήριο που κινείται με τη δύναμη του νερού, με υδραυλική ενέργεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
πριονόμυλος
|
πριονόμυλος αρσενικό
|