πρεσβυτέρα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πρεσβυτέρα < ελληνιστική κοινή πρεσβυτέρα < αρχαία ελληνική πρεσβύτερος
Ουσιαστικό επεξεργασία
πρεσβυτέρα θηλυκό
Μεταφράσεις επεξεργασία
πρεσβυτέρα
|
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
πρεσβυτέρα
- ονομαστική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του πρεσβύτερος