Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πραξικόπημα τα πραξικοπήματα
      γενική του πραξικοπήματος των πραξικοπημάτων
    αιτιατική το πραξικόπημα τα πραξικοπήματα
     κλητική πραξικόπημα πραξικοπήματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πραξικόπημα < ελληνιστική κοινή πραξικοπέω / πραξικοπῶ, πραξικοπη- + -μα < αρχαία ελληνική πρᾶξις (< πράττω) + κόπτω (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική coup d’État)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /pɾa.ksiˈko.pi.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πρα‐ξι‐κο‐πη‐μα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πραξικόπημα ουδέτερο

  1. (πολιτική) οργανωμένη και χωρίς νομιμοποίηση απόπειρα κατάληψης της εξουσίας από πολιτικούς ή στρατιωτικούς
  2. (κατ’ επέκταση) οποιαδήποτε δόλια και βίαιη ενέργεια αιφνιδιάζει και αλλάζει μια κατάσταση.

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία