πραγματογνωμοσύνη
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πραγματογνωμοσύνη < πραγματογνώμονας + -οσύνη
Ουσιαστικό επεξεργασία
πραγματογνωμοσύνη θηλυκό
- η ιδιότητα ή η γνωμάτευση ενός πραγματογνώμονα
Μεταφράσεις επεξεργασία
πραγματογνωμοσύνη