Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

πρήζομαι: παθητική φωνή του ρήματος πρήζω

  Ρήμα επεξεργασία

πρήζομαι

  1. (για μέρος, για όργανο ή για το σύνολο ζωντανού οργανισμού) αυξάνω τον όγκο μου.
    έχω κάποια ασθένεια και κάθε φορά που τρώω γαλακτοκομικά πρήζεται η κοιλιά μου.

Αντώνυμα επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία