πρέσα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πρέσα | οι | πρέσες |
γενική | της | πρέσας | των | (πρεσών) |
αιτιατική | την | πρέσα | τις | πρέσες |
κλητική | πρέσα | πρέσες | ||
Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- πρέσα < (άμεσο δάνειο) ιταλική pressa < γαλλική presse < presser < λατινική presso, θαμιστικό τού premo < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *per- (χτυπώ)
Ουσιαστικό επεξεργασία
πρέσα θηλυκό
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- πρεσαδόρα
- πρεσαδόρος
- → δείτε τις λέξεις πρεσάρω και κομπρέσα