Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ππαραλλής < (άμεσο δάνειο) τουρκική paralı

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ππαραλλής αρσενικό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία