πουρσουίτ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πουρσουίτ < γαλλική poursuite < poursuivre < παλαιά γαλλική porsivre / poursivre / porsuir / poursuire / porsivir < δημώδης λατινική *prosequere < λατινική prosequor < sequor
Ουσιαστικό επεξεργασία
πουρσουίτ ουδέτερο άκλιτο
- (αθλητισμός) ποδηλατικός αγώνας πίστας, κατά τον οποίο δύο αντίπαλοι ξεκινούν από αντίθετες πλευρές της πίστας και προσπαθούν να προλάβουν ο ένας τον άλλον