Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

πουρσουίτ < γαλλική poursuite < poursuivre < παλαιά γαλλική porsivre / poursivre / porsuir / poursuire / porsivir < δημώδης λατινική *prosequere < λατινική prosequor < sequor

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πουρσουίτ ουδέτερο άκλιτο

  Μεταφράσεις επεξεργασία