Δείτε επίσης: Πουρνάρι

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πουρνάρι τα πουρνάρια
      γενική του πουρναριού των πουρναριών
    αιτιατική το πουρνάρι τα πουρνάρια
     κλητική πουρνάρι πουρνάρια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πουρνάρι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική *πουρνάριον < *πιρνάριον < πρινάριον, υποκοριστικό -άριον στο αρχαίο πρῖνος. Δείτε και πρινάρι[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /puɾˈna.ɾi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πουρ‐νά‐ρι

  Ουσιαστικό επεξεργασία

 
Φύλλα και καρποί του πουρναριού

πουρνάρι ουδέτερο

  • (φυτό) αειθαλής θάμνος (είδος Quercus coccifera, γνωστός επίσης ως Δρυς η κοκκοφόρος και Δρυς η πρίνος) με ξυλώδη βλαστό, με αγκαθωτά φύλλα και με καρπό όμοιο με της βαλανιδιάς, που σχηματίζει εκτεταμένα δάση, είτε μόνο από πουρνάρι, είτε με άλλα δένδρα και θάμνους

Εκφράσεις επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία