πουλάω και αγοράζω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Έκφραση επεξεργασία
πουλάω και αγοράζω (κάποιον)
- λέγεται για κάποιον που, αν και δεν φαίνεται εξ αρχής, κατά βάθος είναι πονηρός και επιτήδειος
- ↪ Αυτόν που λες αθώο σε πουλάει και σ' αγοράζει ώσπου να πεις κύμινο.
Μεταφράσεις επεξεργασία
πουλάω και αγοράζω
|