Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

  1. ποτζάρω < μπότζ(ι) + -άρω
  2. ποτζάρω < βενετική bozzar < bozza

  Ρήμα επεξεργασία

ποτζάρω

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία