μποτζάρω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
μποτζάρω
- (ναυτικός όρος, ιδιωματισμός) κουνιέμαι δεξιά - αριστερά, διατοιχίζομαι
- (ναυτικός όρος, ιδιωματισμός) οδηγώ ένα πλεούμενο μπότζα
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
μποτζάρω
|