Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πορφυρίτης οι πορφυρίτες
      γενική του πορφυρίτη των πορφυριτών
    αιτιατική τον πορφυρίτη τους πορφυρίτες
     κλητική πορφυρίτη πορφυρίτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
ένα κομμάτι πορφυρίτη

  Ετυμολογία επεξεργασία

πορφυρίτης < ελληνιστική κοινή πορφυρίτης[1] < αρχαία ελληνική πορφῠ́ρα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πορφυρίτης αρσενικό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  1. πορφυρίτης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.