πορτλανδίτης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πορτλανδίτης < αγγλική portlandite < Portland < port (< λατινική portus (λιμάνι)) + land (< πρωτογερμανική *landą)
Κύριο όνομα επεξεργασία
πορτλανδίτης
Δείτε επίσης επεξεργασία
- Portlandite στην αγγλική Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
πορτλανδίτης
|