Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πορτάκι τα πορτάκια
      γενική
    αιτιατική το πορτάκι τα πορτάκια
     κλητική πορτάκι πορτάκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
2. ένα πορτάκι για μωρά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πορτάκι < πόρτα + υποκοριστικό επίθημα -άκι

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πορτάκι ουδέτερο

  1. υποκοριστικό του πόρτα
     συνώνυμα: πορτίτσα, πορτούλα
  2. προστατευτική πόρτα για μωρά, ώστε να μην απομακρύνονται από έναν συγκεκριμένο χώρο
  3. ειδική θύρα για κατοικίδια, ώστε να μπαίνουν στο σπίτι χωρίς τη βοήθεια ανθρώπων
     συνώνυμα: γατόπορτα

  Μεταφράσεις επεξεργασία