Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πορνόγερος οι πορνόγεροι
      γενική του πορνόγερου των πορνόγερων
    αιτιατική τον πορνόγερο τους πορνόγερους
     κλητική πορνόγερε πορνόγεροι
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πορνόγερος < πόρν(ος) + -ό- + γέρος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πορνόγερος αρσενικό

  • (υβριστικό) άντρας μεγάλης ηλικίας που εκφράζει τις σεξουαλικές του επιθυμίες με ανάρμοστο τρόπο
    ※  η απόδοσις πορνόγερος δεν είναι η αρμόζουσα , αφού η τελευταία λέξις σημαίνει τον γέροντα γυναικοθήραν κατά τρόπον ασυμβίβαστον προς την ηλικίαν αυτού (Πλάτων, Βιβλιοπωλείον Σιδέρη, 1986, σελ. 248 - αναφέρεται σε κριτική μετάφρασης του Πλάτωνα)
    ※  Πάντα ονειρευόμουν να γεράσω με αξιοπρέπεια, δεν ήθελα να γίνω πορνόγερος, δεν ήθελα να γελοιοποιnθώ στα ίδια μου τα μάτια. Εντούτοις προς τα κει πήγαινα. Η Πέτρα ήταν τουλάχιστον είκοσι χρόνια νεότερή μου κι ο άντρας της ένας από... (Θοδωρής Καλλιφατίδης, Οι εφτά ώρες στον παράδεισο, Εκδόσεις Γαβριηλίδης, 1998, σελ. 131)

  Μεταφράσεις επεξεργασία