πορνοστάρ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πορνοστάρ αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο
- (επάγγελμα) πρωταγωνιστής (ή πρωταγωνίστρια) σε ταινία πορνό
- (κατ’ επέκταση) κάθε ηθοποιός που παίρνει μέρος σε πορνό
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
πορνοστάρ
|