πορνογράφος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πορνογράφος < ελληνιστική κοινή πορνογράφος < αρχαία ελληνική πόρνη + γράφω
Ουσιαστικό επεξεργασία
πορνογράφος αρσενικό ή θηλυκό
- που πορνογραφεί, που δημιουργεί πορνογραφίες / πορνογραφήματα
Μεταφράσεις επεξεργασία
πορνογράφος
|
Πηγές επεξεργασία
- πορνογράφος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- πορνογράφος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- πορνογράφος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.