Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πορνογραφία οι πορνογραφίες
      γενική της πορνογραφίας των πορνογραφιών
    αιτιατική την πορνογραφία τις πορνογραφίες
     κλητική πορνογραφία πορνογραφίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πορνογραφία (μαρτυρείται από το 1893)[1] < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική pornographie[2] + -ία < pornographe < ελληνιστική κοινή πορνογρᾰ́φος[3] < αρχαία ελληνική πόρνος + γράφω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /por.no.ɣraˈfi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πορ‐νο‐γρα‐φία‐α

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πορνογραφία θηλυκό

Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. σελ. 832, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
  2. πορνογραφία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  3. πορνογράφος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.