πολύφθογγος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πολύφθογγος < ελληνιστική κοινή πολύφθογγος[1] < αρχαία ελληνική πολύς + φθόγγος
Επίθετο επεξεργασία
πολύφθογγος, -η, -ο
- (αρχαιοπρεπές) που εκπέμπει πολλούς φθόγγους ή ήχους
- (αρχαιοπρεπές) εύγλωττος
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
πολύφθογγος
|
- ↑ πολύφθογγος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.